- σαλαάμ
- το, Νάκλ. φρ. «σαλαάμ τικ»ιατρ. σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από μεγάλης συχνότητας κινήσεις τής κεφαλής που μοιάζουν με την κίνηση χαιρετισμού, την οποία συνηθίζουν να κάνουν οι Ανατολίτες, σύνδρομο που παρατηρείται κατά την πρώτη παιδική ηλικία και αποτελεί μορφή συμπτωματικής επιληψίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. salām «ειρήνη», κίνηση χαιρετισμού που κάνουν οι Ανατολίτες].
Dictionary of Greek. 2013.