σαλαάμ

σαλαάμ
το, Ν
άκλ. φρ. «σαλαάμ τικ»
ιατρ. σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από μεγάλης συχνότητας κινήσεις τής κεφαλής που μοιάζουν με την κίνηση χαιρετισμού, την οποία συνηθίζουν να κάνουν οι Ανατολίτες, σύνδρομο που παρατηρείται κατά την πρώτη παιδική ηλικία και αποτελεί μορφή συμπτωματικής επιληψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. salām «ειρήνη», κίνηση χαιρετισμού που κάνουν οι Ανατολίτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τζαλάμο — οι, Ν εθνολ. λαός τής Τανζανίας που ζει στην περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα Νταρ ες Σαλαάμ και αποτελεί το κυριότερο εθνικό στοιχείο στην πόλη, αλλ. Σαράμο ή Ζαράμο …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουάνζα — (Mwanza). Πόλη (293.087 κάτ. το 2002) της βόρειας Τανζανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (19.592 τ. χλμ., 2.942.148 κάτ. το 2002). Η πόλη βρίσκεται χτισμένη στη νότια όχθη της λίμνης Βικτόρια, στο στόμιο ενός κόλπου μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”